εκείνινος — ἐκείνινος, η, ον (Α) ο κατασκευασμένος από εκείνη την ύλη … Dictionary of Greek
ἐκείνινον — ἐκείνινος made of that material masc acc sg ἐκείνινος made of that material neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)